-
1 φελλός
φελλός, ὁ, 1) die Korkeiche, bes. die Rinde derselben, der Kork, zuerst bei Pind., φελλὸς ὥς P. 2, 80; φελλοὶ δ' ἃς ἄγο υσι δίκτυον Aesch. Ch. 499; Plat. Polit. 288 e. – 2) macedon. statt λίϑος, der Stein, auch φελός, φέλα, φέλλα, u. ohne Aspiration πέλα, πέλλα. – Vgl. φελλεύς, φελλίον, φελλῖτις.
-
2 φελλός
-
3 φελλος
ὁ пробковая кора, пробка Pind., Aesch., Plat. -
4 φελλός
φελλόςcork-oak: masc nom sg -
5 φελλός
φελλός, ὁ,A cork-oak, Quercus Suber, Thphr.HP1.2.7, 1.5.2, al. -
6 φελλός
-
7 φελλός
ο1) пробковая кора; 2) пробка; затычка; 3) поплавок; 4) легкомысленный человек -
8 φελλός
[фэллос] ουσ. а. пробковая кора, пробка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φελλός
-
9 φελλός
[фэллос] ουσ α пробковая кора, пробка. -
10 φελλός
liège -
11 φελλός
korek (m) rzecz. -
12 φελλός
korek -
13 φελλός
1) cork2) floatΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φελλός
-
14 πολύ-φελλος
πολύ-φελλος, v. l. für πολύσφελμος.
-
15 liège
φελλός -
16 korek
φελλός -
17 cork
φελλός -
18 φελλοί
φελλόςcork-oak: masc nom /voc pl -
19 φελλούς
φελλόςcork-oak: masc acc pl -
20 φελλόν
φελλόςcork-oak: masc acc sg
См. также в других словарях:
φελλός — cork oak masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φελλός — Ειδικός φυτικός ιστός, που επενδύει ως προστατευτικό στρώμα, μικρότερου ή μεγαλύτερου πάχους, τους κορμούς και τις ρίζες όλων των δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών. Παράγεται από ένα δευτερογενές μερίστωμα, το φελλογόνο, και αποτελείται από… … Dictionary of Greek
φελλός — ο 1. σπογγώδης φυτικός ιστός, ελαφρός, ελαστικός και αδιάβροχος, που αποτελεί το εξωτερικό στρώμα του φλοιού ορισμένων δέντρων. 2. κομμάτι από αυτή την ύλη ή είδος κατασκευασμένο από αυτή: Tο μπουκάλι κλείνει με φελλό. 3. πώμα, τάπα μπουκαλιού ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κάτω Φελλός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 43 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Υδρούσας του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
φελλοῖς — φελλός cork oak masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φελλοί — φελλός cork oak masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φελλοῦ — φελλός cork oak masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φελλούς — φελλός cork oak masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φελλῶν — φελλός cork oak masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φελλῷ — φελλός cork oak masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φελλόν — φελλός cork oak masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)